τυραννοκτονίᾳ — τυραννοκτονίαι , τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem nom/voc pl τυραννοκτονίᾱͅ , τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννοκτονία — η, ΝΜΑ [τυραννοκτόνος] φόνος τυράννου … Dictionary of Greek
τυραννοκτονία — η φόνος τυράννου ή τυράννων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυραννοκτονίας — τυραννοκτονίᾱς , τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem acc pl τυραννοκτονίᾱς , τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννοκτονίαι — τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem nom/voc pl τυραννοκτονίᾱͅ , τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννοκτονίαν — τυραννοκτονίᾱν , τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννοκτονιῶν — τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννοκτονίαις — τυραννοκτονία the slaying of a tyrant fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννοκτονικός — ή, όν, Α [τυραννοκτόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυραννοκτόνο ή στην τυραννοκτονία … Dictionary of Greek
Μακιαβέλι, Νικολό — (Nicholo Machiavelli, Φλωρεντία 1469 – 1527). Ιταλός συγγραφέας. Το 1498 διορίστηκε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, θέση που του επέτρεψε να αποκτήσει διοικητική και πολιτική πείρα. Διπλωματικές αποστολές τον… … Dictionary of Greek